- ημιπάρεση
- Μερική αδυναμία ή ήπια παράλυση, που προσβάλλει μια πλευρά του σώματος. Συνήθως οφείλεται σε φλεγμονή, τραύμα, δηλητηρίαση που περιοδικά καταπιέζει την κινητική λειτουργία, αλλά δεν καταστρέφει εκτενώς τα νευρικά κύτταρα.
* * *ηιατρ. μερική απώλεια τής μυϊκής ισχύος που αφορά το δεξιό ή το αριστερό ήμισυ τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + παρ-εση «παράλυση» (< παρά + έ-σις < ίημι), πρβλ. άν-εση, άφ-εση. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.